-
1 θόρυβος
ο1) шум, грохот;εκκωφαντικός θόρυβος — оглушительный шум;
θόρυβος φωνών — шум голосов;
θόρυβος των δρόμων ( — или οδών) — уличный шум;
οι θόρυβοι θεατρικής παράστασης — шумовое оформление спектакля;
κάνω θόρυβο — шуметь, поднимать шум; — наделать шуму;
προκαλώ μεγάλο θόρυβο перен. — нашуметь, наделать шуму; — приобретать шумную известность;
δημιουργώ θόρυβο γιά... — создавать шум вокруг чего-л.;
2) суматоха; шумиха;ξεσηκώνω θόρυβο — поднять шумиху;
§ πολύς θόρυβος γιά το τίποτε — много шума из ничего
См. также в других словарях:
επιβομβώ — ἐπιβομβῶ, έω (Α) 1. κάνω θόρυβο μετά από άλλον («ὁ δὲ αὐλεῑ τῷ κέρατι, ὁ δὲ ἐπιβομβεῑ τῷ τυμπάνῳ», Λουκιαν.) 2. κάνω κάτι να ηχήσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + βομβώ «κάνω θόρυβο»] … Dictionary of Greek
επικλάζω — ἐπικλάζω (Α) κάνω θόρυβο, κλαγγή, βροντώ («αἴσιον δ’ ἐπὶ οἱ... Ζεὺς πατὴρ ἔκλαγξε βροντάν», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κλάζω «κάνω θόρυβο, φωνάζω»] … Dictionary of Greek
επισμαραγώ — ἐπισμαραγῶ, έω (Α) 1. κάνω θόρυβο, αντηχώ 2. ψάλλω δυνατά («νέον ὕμνον ἐπεσμαράγησαν»). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + σμαραγώ «κάνω θόρυβο»] … Dictionary of Greek
υποψοφώ — έω, Α κάνω λίγο θόρυβο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ψοφῶ «κάνω θόρυβο, χτυπώ»] … Dictionary of Greek
θορυβώ — (ΑΜ θορυβῶ, έω) 1. προκαλώ θόρυβο, κάνω θόρυβο, προξενώ ταραχή 2. προκαλώ σε κάποιον ταραχή και σύγχυση, ταράσσω κάποιον 3. παθ. θορυβούμαι, έομαι ταράσσομαι, συγχύζομαι, καταπλήσσομαι, ανησυχώ νεοελλ. μτφ. προκαλώ την προσοχή τού κόσμου,… … Dictionary of Greek
επικαχλάζω — ἐπικαχλάζω (Α) 1. (για το κύμα) χτυπώ με θόρυβο πάνω σε κάτι («κῡμα πέτραις ἐπικαχλάζεσκεν», Απολλ. Ρόδ.) 2. παθ. ἐπικαχλάζομαι (κατά τον Ησύχ.) «ἐπικαχλάζεται διακινεῑται». [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + καχλάζω «κάνω θόρυβο, κοχλάζω»] … Dictionary of Greek
καταδουπώ — καταδουπῶ, έω (AM) μσν. ξεκουφαίνω αρχ. πέφτω κάνοντας ισχυρό θόρυβο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + δουπῶ «κάνω θόρυβο» < δοῦπος «θόρυβος»] … Dictionary of Greek
κελαηδώ — και κελαϊδώ και κιλαηδώ και κελαδώ, έω και άω (ΑΜ κελαδῶ, έω, Α επικ. τ. κελάδω, Μ και κιλαδῶ) (για πτηνά) τραγουδώ, ψάλλω νεοελλ. μσν. μτφ. (για ανθρώπους) 1. φλυαρώ ευχάριστα 2. τραγουδώ ή ηχώ χαρούμενα 3. αυθαδιάζω μσν. αντηχώ αρχ. 1. μτφ.… … Dictionary of Greek
πυρισμάραγος — ον, Α αυτός που ηχεί, που παράγει θόρυβο από τη φωτιά που τον καίει. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + σμάραγος (< σμαραγῶ «ηχώ, κάνω θόρυβο»), πρβλ. αλι σμάραγος, μεγαλο σμάραγος) … Dictionary of Greek
φιλοσμάραγος — ον, ΜΑ (ποιητ. τ.) αυτός που αγαπά τον θόρυβο, την βοή. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + σμάραγος (< σμαραγῶ «κάνω θόρυβο»), πρβλ. βαρυ σμάραγος] … Dictionary of Greek
παφλάζω — πάφλασα 1. κάνω θόρυβο σαν το θόρυβο του ορμητικού ποταμού ή του κύματος της θάλασσας. 2. κοχλάζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)